Η Μεγάλη Βραδιά

Από την ημέρα που αποφάσισα για την εκδήλωση σκέφτηκα χιλιάδες φορές τί θα σας έλεγα. Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο δυσκολότερο μου φαινόταν, όχι για το πώς θα το πω, αλλά τί θα πω. Έγραψα δεκάδες πράγματα, με πολύ ευκολία, αλλά το ίδιο εύκολα τα διέγραψα. Επίσης συνεχώς πλανιόταν και πλανιέται μέχρι σήμερα ένα μεγάλο ερώτημα:

  • Γιατί όλα αυτά;
  • Και εδώ υπήρξαν αρκετές απαντήσεις:

Οι εύκολες που πολύ απλά θα καταλήξετε ορισμένοι, αλλά και πολύ δυσκολότερες, στις οποίες θα καταλήξετε μερικοί άλλοι. Στο ερώτημα αυτό δεν μπόρεσα να απαντήσω. Το άφησα να δοθεί διαχρονικά. Όσο για το τί θα πω, αποφάσισα να σας διαβάσω ένα μικρό κομμάτι που είχα γράψει, αλλά που είναι για την περίσταση:

Πίστευα πως φτάνοντας σε αυτή τη
Βραδιά θα είχα διαβεί το ποτάμι
Θα είχα βραχεί μα θα είχα
Προλάβει να στεγνώσω
Δυστυχώς το ποτάμι δεν διάβηκα
Και πότε θα στεγνώσω
Θα πίστευα αυτό στο οποίο δεν
Υπάρχει καμία εξαίρεση
Δυστυχώς όμως δεν το πίστεψα και όχι
Γιατί δεν είναι πασιφανές αλλά
Ίσως γιατί δεν ήθελα να το πιστέψω
Πίστευα ότι το χειρότερο που θα μπορούσε
Να μου συμβεί θα ήταν
Αν ερχόταν ο θάνατος
Αν τούτο διεκδικώ
Αλλά διαπίστωσα ότι το χειρότερο
Ήταν όταν ήρθε ο θάνατος όχι
Για μένα, αλλά σε μένα. Έτσι
Από τότε έπαψα να τον φοβάμαι.

Ένας οδηγός αυτοκινήτου, μπορεί το αυτοκίνητό του να το μετατρέψει σε αεροπλάνο και να πετάξει. Απλά δεν θα μπορέσει ποτέ να το προσγειώσει. Αλλά το ίδιο πρόβλημα θα είχε έστω και αν ήταν πιλότος.

Παρακαλώ ας χαμηλώσουν τα φώτα. Δεν χρειάζεται τόσο φως για να διαπιστώσουμε ότι λείπεις.

Όλοι το ξέρουμε.
Δεν είσαι εδώ, ανάμεσά μας.
Αλλά όλα έγιναν από μένα για σένα, χωρίς εσένα.