Παρουσίαση Βιβλίου

Πειραιάς, 22/5/2013

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ‘’ΕΤΣΙ ΣΥΝΕΒΗ’’  ΤΟΥ Γ. ΣΙΑΦΛΑ

Μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή μας έφερε απόψε εδώ, να γνωρίσουμε το πρωτόλειο ποιητικό πόνημα του αγαπητού μας Γιώργου Σιαφλά. Η πρώτη του αυτή επαφή με την πλανεύτρα ποητική δημιουργία. Γνωρίζουμε όλοι καλά τη δύναμη και τη δυναμική του γραπτού λόγου. Είναι τόσο μεγάλη, που συγκλονίζει τους πάντες με τον τρόπο που μεταφέρει εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα. Η ποίηση, η αιχμή του δόρατος της λογοτεχνικής έκφρασης, με την αμεσότητα των νοημάτων και το εύρος της πνευματικής διαδρομής που διανύει, δικαίως θεωρείται ως η κορυφαία μορφή της ζωντανής και διαρκούς αναζήτησης ψυχισμού κι ευαισθησίας.

Η έκφραση των αισθημάτων και των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών τους, αλλά κυρίως με μια μορφική διάταξη του λόγου, που χρησιμοποιεί ελεύθερα όλες εκείνες τις αξίες και την υποβολή των λέξεων ως πρωταρχικά μέσα για να εκφραστεί ορθά και επαρκώς το θέμα. Επομένως η ποίηση, θα λέγαμε ότι ονομάζεται έτσι λόγω της μορφής της, ως μορφοποίηση συγχρόνως του υλικού και του θέματος που διαπραγματεύεται. Ο μεγάλος φιλόσοφος Βολτέρος, μας δίνει τη δική του ερμηνεία για την ποίηση : ‘’ Διερωτάται κανένας, πώς η ποίηση, όντας τόσο λίγο απαραίτητη στον κόσμο, κατέχει μια τόσο υψηλή βαθμίδα ανάμεσα στις καλές τέχνες. Η ποίηση είναι η μουσική της ψυχής και προ πάντων ψυχών μεγάλων και αισθαντικών’’. Μια τέτοια ψυχή, ή καλύτερα τον ψυχικό προσανατολισμό του Γιώργου Σιαφλά θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω απόψε.

Η γνωριμία μου με τον Γιώργο Σιαφλά είναι κατ’ ουσίαν πολύ πρόσφατη. Φάνηκε όμως εξ’ αρχής η σεμνή και ποιοτική πρόθεση του ανθρώπου να περιβληθεί το μανδύα της πνευματικής διεξόδου, ανάγκη που ενδεχομένως απρόβλεπτα να προέκυψε, τον οδήγησε όμως με τρόπο αβίαστο, σύντομο και ουσιαστικό σε κόλπους αληθινής νηνεμίας και γαλήνης. Ασφαλώς και οφείλω να τον ευχαριστήσω, για την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου για την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του.

Το βιβλίο που τιτλοφορείται ‘’ Έτσι συνέβη ’’ είναι το γέννημα μιας τρυφερής κι ευαίσθητης καταγραφής του πόνου και της θλίψης, δοσμένο με φανερή αξιοπρέπεια και περίσευμα κουράγιου και θάρρους. Δυό τραγικά γεγονότα, ο αδόκητος χαμός της γυναίκας του αλλά  και αυτός ο επακόλουθος του αδελφού του, έγιναν οι πηγές που ανάβλυσε το ένστικτο της ποιητικής δημιουργίας και μέσα απ’ αυτή, η αναζήτηση του τρόπου που θα κρατήσει τις μνήμες ζωντανές για πάντα. Όπως ο ίδιος μας το περιγράφει :

"Σε πέντε μήνες χάθηκαν, το σύννεφο τους σήκωσε

και έγιναν καπνός.

Ο άνεμος ο δυνατός, στο χάος το εξαφάνισε

κι έγινε γκρι ο ουρανός’’.

Χωρισμένο σε τρεις ενότητες, το βιβλίο του Γιώργου Σιαφλά, αφήνει τα ίχνη του πάνω στα μονοπάτια που χάραξε η μοίρα η τραγική, η άδικη. Κινείται, θαρείς, παράλληλα με το ‘’μεγάλο ταξίδι’’ της φυγής των αγαπημένων του και το μετατρέπει σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο για ν’ αποθέσει με ευλάβεια το απόσταγμα των στιγμών των άσβηστων και άκαων που πλημμύρισαν το μυαλό και την καρδιά του.

Η πρώτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην ακριβή του Μπέττυ. Ακοίμητοι λυγμοί στους βυθούς των συναισθημάτων του , κάνουν τον ποιητή να αιμορραγεί κάθε φορά που οι αισθήσεις ακατάσχετα διαχέονται πριν καταλήξουν πάνω στους στίχους. Ο πόνος του σταματάει στή μνήμη, εξημερώνοντας τους στεναγμούς του και νοτίζοντας τα μάτια με βιαστικούς δρασκελισμούς δακρύων. Ο Γιώργος Σιαφλάς με λόγο παραδοσιακό και τρόπο λιτό και απολύτως ρεαλιστικό, αιχμαλωτίζει στα ποιήματά του την αιώνια αλήθεια του έρωτα και τον τραυματικό σπαραγμό της ξαφνικής απώλειας. Μέσα απ’ τις σιωπηλές κραυγές της απόγνωσης που τον κυριεύει, ταξιδεύει στο ποτάμι του χρόνου μεταφέροντας τη συντριβή του από το άδοξο τέλος και την οδυνηρή απουσία. Αφήνει τις βαθειές ανάσες του να διασχίσουν τα γεγονότα προσμένοντας ένα συναπάντημα με το παρελθόν. Το πρόσφατο. Το πικρό. Είναι το αναρίθμητο της μοναξιάς που θυσιάζεται ακατάπαυστα στο βωμό των δυνατών αναμνήσεων. Ματώνουν ακόμα οι πληγές από το ρήγμα που άφησε πίσω της η απώλεια της αγαπημένης του Μπέττυς. Με ύφος απλό και ξεκάθαρο, μετατοπίζει το ψυχικό του βάρος δίνοντας στίχους βγαλμένους απ’ αυτή την ψυχή που πασχίζει να λυτρωθεί. Συλλαβίζει τις αισθήσεις που γέννησαν και οι δυό τους και που, πλέον, καλείται να τις διαχειριστεί μόνος του.

Ας ακούσουμε τα ποιήματα ‘’Τραπέζι για έναν’’ και ‘’Το κλαδί’’ από τον ηθοποιό Μάνο Χατζηγεωργίου

‘’Έτσι συνέβη’’ λοιπόν. Μέσα απ’ την υπαρξιακή αγρυπνία θεμελιώνεται μια πένθιμη νοσταλγία που γίνεται ο πυρήνας της συγκινησιακής του φόρτισης. Τα ποιήματα είναι λέξεις, είναι γλωσσικοί σχηματισμοί που εικονοποιούν το παρελθόν, καθρεφτίζοντας τη σκληρή αλήθεια του πόνου. Οι αποχρώσεις της απόγνωσης πάνω στον καμβά που φτιάξαν τα στιχουργικά σκιρτήματα, δίνουν μια ρυθμική ροή που κάνουν τον αναγνώστη να την ακολουθεί με ευκολία. Ο Οδυσσέας Ελύτης δίνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο την εκδοχή που εξωραϊζει τον θάνατο και τον συνδέι με την ποίηση:

‘’Η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ψυχή στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται».

Η Μπέττυ, δεν ήταν για τον Γιώργο Σιαφλά μόνο ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ήταν αυτός ο ήλιος που έδυσε πίσω απ’ τους λόφους της ευτυχίας τους. Ήταν αυτό το σύμπαν που γέμιζε με φως, όνειρα και ακριβές αξίες τη συμβίωσή τους.

‘’Μα τι σημασία έχει η αξία καθενός’’ ;

αναρωτιέται, για να δώσει μόνος του την απάντηση:

‘’Μα για κάποιον έχει αξία / ίσως πιο σημαντική /

κι απ’ την ίδια τη ζωή του / που την έδινε κι αυτή’’.

Ένας πραγματικός θησαυρός αναμνήσεων κρυμμένος πίσω από καθετί και μέσα σε καθετί. Που να κινηθεί, που να πρωτοκοιτάξει, τι ν’ αγγίξει και να μην τον πονέσει; Πόσες ζωές αλήθεια χρειάζονται για ν’ αναστήσεις αυτήν τη μία; Ποιός άνεμος φυσσομανά με τη λήθη παρέα;

‘’Δεν υπάρχει τίποτα τώρα, / χαθήκαν όλα με μιας /

σκορπίσαν στους πέντε ανέμους / στο απέραντο μιας ερημιάς’’.

Όλες εκείνες οι στιγμές, κυλούν αδυσώπητα στην κλεψύδρα. Όλοι εκείνοι οι κόκκοι άμμου που γεμίζουν διαρκώς και ανελέητα τον χώρο και τον χρόνο, που ξεγλυστρούν απ’ τα κλειστά παράθυρα και τη χαραμάδα της πόρτας, δεν είναι παρά σκέψεις που τρέχουν βιαστικά, σ’ έναν άνισο αγώνα ταχύτητας, ν’ απαλύνουν τον πόνο. Γράφει ο Γιώργος Σιαφλάς στο ποίημα ‘’Ένας χρόνος’’ :

‘’Μοναξιά το όνομά του / και μαζί του πια θα ζήσεις /

κατατρώει όλες τις σάρκες / και παγώνει τις αισθήσεις’’.

Ο Σιαφλάς δεν διεκδικεί τον τίτλο της συγγραφικής αποδοχής. Διεκδικεί την αλήθεια της. Γιατί μέσα απ’ αυτή την αλήθεια, ελπίζει να λυτρώσει την πληγωμένη του ύπαρξη, να κλειδώσει για πάντα στο συρτάρι των στίχων του, το απόσταγμα των αναμνήσεών του. Διέξοδος και καταφύγιο ταυτόχρονα για όσα επίμονα και επίπονα στριφογυρίζουν στο μυαλό και συνθλίβουν τα βιώματα μιας ζωής.

Ο χαμός της Μπέττυς ήταν νωπός κι αβάσταχτος. Δεν πέρασαν παρά λίγοι μήνες, όταν ένα δεύτερο μεγάλο πλήγμα συμπλήρωσε το παζλ της τραγικής μοίρας. Ο μικρός αδελφός Ανδρέας, εντελώς πρόωρα και βιαστικά, φεύγει για να συναντήσει τη Μπέττυ. Διαβαίνει τη ‘’στερνή πύλη’’ της ζωής και ταξιδεύει ένα αυγουστιάτικο πρωινό. Δεν χωρά αμφιβολία, ένα τόσο απότομο και συνταρακτικό γεγονός και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν αντέχεται. Στρατευμένος πλέον στο στρατόπεδο της απέραντης θλίψης, χωρίς τα ουσιαστικά και αγαπημένα του στηρίγματα, βουτηγμένος στα αδιέξοδα, ο Γιώργος Σιαφλάς βιώνει δοκιμασίες που οδηγούν τις αντοχές του στα άκρα. Όλα γύρω του και μέσα του παλεύουν ακατάπαυστα. Μοιάζει σα να πρέπει να φρεσκάρει τον προηγούμενο πόνο του. Ήταν τόσο δυνατή και καίρια η αμεσότητα του θανάτου που τσάκισε οτιδήποτε όμορφο, σμιλεύοντας πάνω του βαθιές χαραγματιές οδύνης.

‘’Τι αλήθεια είναι η ζωή / τι οφείλεις και τι θα πληρώσεις /

λάθος πίστεψες πως μπορείς να χαρείς / τελικά δεν θα πάρεις, μόνο θα δώσεις’’.

Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το αφιερωμένο στα δύο αγαπημένα του πρόσωπα, αναζητά μέσω της στιχοπλοκίας του, να βρει έναν ουρανό που θα σκεπάσει τις θαμπές και περιπλεγμένες σκέψεις του και την πικρή γεύση που έμεινε στο στόμα. Θέλει δύναμη και σθένος ψυχής. Η εσωτερική του κατάρρευση παίρνει αναβολή. Οι φιάλες της  ζωοδόχου δημιουργίας τροφοδοτούν με οξυγόνο τα πνευματικά του κύτταρα. Θεατής μέχρι το τέλος, σ’ ένα έργο απολύτως τραγικό, επουλώνει τα τραύματά του, σέρνοντας το κάρο της μοναξιάς του υπερβαίνοντας εαυτόν.

‘’Και η αυλαία έπεσε / τελείωσε η παράσταση /

δεν είχε χειροκρότημα / δεν έλαβε παράταση.

Ο Σιαφλάς προσδοκά να βρει απαντήσεις και δικαίωση για το δαιδαλώδες μονοπάτι που βρέθηκε. Πώς γίναν όλα τόσο γρήγορα; Πού θα στηρίξει τώρα τα χέρια του; Τι θα κάνει για να σπάσει τα όρια του χρόνου; Γιατί τόσο άδικα να στερηθεί ότι αγαπούσε πιο πολύ;

Ας ακούσουμε το ποίημα ‘’Λαμπρό αστέρι’’  από την ηθοποίο Μαρία Βλαχοδημήτρη.

Ο κύκλος της ζωής και του θανάτου είναι περίεργος. Είναι ένας κύκλος ερμητικά κλειστός. Είναι μια μάχη αιώνια που πολλές φορές έχει τον λάθος νικητή και τον λάθος νικημένο. Ο Γιώργος Σιαφλάς, στο βασικό νοηματικό ιστό των ποιημάτων του, με μια φωνή που γίνεται σιωπή και αντίστροφα και μ’ ένα χέρι απλωμένο, καλεί δυό άλλα χέρια απ’ το σκοτάδι πίσω στο φως. Να τον κρατήσουν. Να του απαλύνουν τον πόνο, να του ζωντανέψουν το χρόνο. Φοβάται, που καλείται με τη μοναξιά του για παρέα, να σταθεί όρθιος απέναντι στο πεπρωμένο. Θλίβεται με την εξέλιξη των πραγμάτων :

‘’Οι αισθήσεις βαγόνια κενά, που τα γεμίζουμε πλούτο’’

θα γράψει στο ποίημα ‘’Μοναξιά’’ και θα μας θυμίσει την αλλοτρίωση που αφήνουμε να πάρει τη θέση της αληθινής συναισθηματικής και ανιδιοτελούς συμπεριφοράς.

Δίνοντας την προσωπική του κλίμακα, πάντα με τρόπο συμπυκνωμένο στη στιχοποιία ως προς τα γεγονότα που τον συγκλόνισαν, επιδιώκει να εναρμονήσει το απλό με το ουσιαστικό. Ο Έλιοτ έχει πει πως : ‘’Η γλώσσα της ποίησης δεν πρέπει να απέχει πολύ από τη γλώσσα που μιλάμε και ακούμε γύρω μας’’. Στην περίπτωση του Σιαφλά, βρίσκουμε την ευθεία εφαρμογή του. Σε συνδυασμό μάλιστα με την αισθητική συγκίνηση που μας δίνει, μας μεταγγίζει τον απόηχο του ευάλωτου, πλέον, ψυχισμού του με μια τρυφερή λιτότητα, ακολουθώντας τα βήματα της νοσταλγίας των στιγμών των ωραίων που έζησε.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη προσέγγισή μου στο βιβλίο, αγαπητέ Γιώργο, επίτρεψέ μου να σου αφιερώσω μερικούς στίχους που έγραψα  για να σου θυμίζουν τη στιγμή τούτη, που ούτως ή άλλως, θα μείνει βαθειά χαραγμένη μέσα σου.

‘’ Πήρα ένα κομμάτι χαρτί.

Έβαλα μέσα εσένα.

Εκείνη, ήταν η γραφίδα του πόνου σου.

Εκείνος, ήταν το μελάνι του καημού σου.

Και το χαρτί, σαν έσταξε ο ήχος του λυγμού σου

έγινε πέτρα λαμπερή στου φεγγαριού την κόψη.

Πήρα κι ένα κομμάτι ψυχή.

Μα όσο κι αν προσπάθησα να την κάνω πέτρα,

στα πέρατα της μνήμης σαν πουλί πέταξε

κι απόψε ξαναγύρισε μια άλλη ψυχή’’.

Σας ευχαριστώ.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗΣ